κομπούχα

κομπούχα
η
(φαρμ.) προϊόν επεξεργασίας τού ροφήματος τού τσαγιού με την καλλιέργεια σ' αυτό ενός μύκητα και ενός βακτηρίου, με το σκοπό να τού προσδοθούν θεραπευτικές ιδιότητες, οι οποίες όμως δεν φαίνονται επιστημονικά θεμελιωμένες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”